- τηλεβόλο
- τοβαρύ πυροβόλο που βάλλει από μακριά, κανόνι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τηλεβόλο — το, Ν 1. στρ. βαρύ πυροβόλο μεγάλου βεληνεκούς 2. ναυτ. κοινή ονομασία καθενός από τα μεγάλα πυροβόλα πολεμικού πλοίου … Dictionary of Greek
κανονιοθυρίδα — η μικρό άνοιγμα σε πλευρά τείχους, φρουρίου ή πλοίου από το οποίο βάλλει το τηλεβόλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κανονιοθυρίδα αντί* κανονιοθυρίδα (βλ. λ. κανονιοβολώ). κανόνι(Ι) + θυρίδα] … Dictionary of Greek
κανόνι — (I) το 1. πυροβόλο, τηλεβόλο 2. συνεκδ. βολή πυροβόλου, κανονίδι, κανονιά («τη νύχτα ακούστηκαν κανόνια») 3. φρ. α) «έριξε κανόνι» ή «έσκασε κανόνι» ή «βάρεσε κανόνι» αρνείται να πληρώσει, αδυνατεί ή δεν θέλει να ξοφλήσει τα χρέη του, κήρυξε… … Dictionary of Greek
πυρόφις — εως, ο, Ν στρ. τύπος παλαιού πυροβόλου που οφείλει την ονομασία του στη μακριά και λεπτή του κάννη και το οποίο ήταν κυρίως όπλο πολιορκίας με μεγάλο βεληνεκές. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρ + όφις. Η. λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. couleuvrine, «αρχαίο… … Dictionary of Greek
τηλεβολοθυρίδα — η, Ν (ναυτ. στρ.) άνοιγμα σε οχύρωμα ή σε τοίχωμα πλοίου από το οποίο προεξέχει το στόμιο τηλεβόλου. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεβόλο + θυρίδα] … Dictionary of Greek
τηλεβολοστάσιο — το, Ν πυροβολείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεβόλο + στάσιο (< στάτης < ἵστημι), πρβλ. μηχανο στάσιο. Η λ., στον λόγιο τ. τηλεβολοστάσιον, μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] … Dictionary of Greek
τηλεβολοστοιχία — η, Ν συστοιχία τηλεβόλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλεβόλο + στοιχία (< στοιχος < στοῖχος < στείχω), πρβλ. κιονο στοιχία. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] … Dictionary of Greek
τηλεβόλος — ο / τηλεβόλος, ον, ΝΜΑ νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. βλ. τηλεβόλο·|| αρχ. (για πέτρα ή για τόξο) αυτός που χτυπά τον στόχο του από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. ευθυ βόλος] … Dictionary of Greek
Κρουπ — (Krupp). Επώνυμο οικογένειας Γερμανών μεγαλοβιομηχάνων. Εγκαταστάθηκαν στην περιοχή του Έσεν τον 16ο αι. και η επιχειρηματική τους δραστηριότητα ξεκίνησε περίπου το 1810, με την κατασκευή ενός μικρού χυτηρίου από τον Φρίντριχ Κ. (1787 1826).… … Dictionary of Greek
κανόνι — το (λ. ενετ.) 1. πυροβόλο, τηλεβόλο: Οι Τούρκοι έφεραν από τη Λαμία δέκα κανόνια. 2. βολή πυροβόλου, κανονιά: Στο βάθος του βουνού ακούγονταν κανόνια. 3. η φράση «το σκάζω κανόνι» σημαίνει απουσιάζω αδικαιολόγητα από τη δουλειά μου και ιδιαίτερα… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)